- κυκλόθι
- κυκλόθι (Α)επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. ακρό-θι, υψό-θι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυκλόθι — around indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
κύκλωθι — (Α) (μτγν. τ.) βλ. κυκλόθι. [ΕΤΥΜΟΛ. κύκλω θι αντί κυκλό θι*, πιθ. κατ επίδρασιν τών ἑκατέρω θι, ποτέρω θι] … Dictionary of Greek